- μηναίο
- το1. ο μισθός ή το μίσθωμα ενός μήνα, το μηνιάτικο: Σήμερα παίρνω το μηναίο μου και θα μπορέσω να πληρώσω το νοίκι.2. το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις θρησκευτικές ακολουθίες κάθε μήνα, το μηνολόγιο: Τα δώδεκα μηναία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.